στραγγαλιά
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
ἡ,
A induration in the limbs, esp. caused by humours, Hippiatr.51. II= στραγγαλίς, Ptol.Tetr.200, Hsch., Gloss.: metaph., LXX Is.58.6.
German (Pape)
[Seite 950] ἡ, gedrehter Strang. Schlinge, Fallstrick, auch übertr., List, verfängliche Frage u. dgl., Sp. S. στραγγαλίς.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγᾰλιά: ή, = στραγγαλίς, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σελ. 278, Ἡσύχ.· - μεταφορ., Ἑβδ. (Ἠσαΐ. ΝΗ΄ , 6).
Greek Monolingual
ή, ΜΑ
1. περιπλοκή («στραγγαλιὰς βιαίων δογμάτων», Γρηγ. Ναζ.)
2. στον πληθ. αἱ στραγγαλιαί
δόλιοι, διεστραμμένοι τρόποι (α. «εἰς τὰς στραγγαλιὰς ἀπάξει Κύριος», ΠΔ- β. «τὰς στραγγαλιὰς ὁ μὲν Ἀκύλας διαπλοκὰς ἑρμήνευσε, σκολιότητας δὲ ὁ Σύμμαχος, ὁ δὲ Θεοδοτίων διεστραμμένα», Θεοδώρ.)
αρχ.
1. πολύπλοκος κόμπος
2. σκίρρωμα, σκλήρυνση μελών του σώματος στις αρθρώσεις τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγάλη + κατάλ. -ιά].