στρατόσφαιρα
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
Greek Monolingual
η, Ν
(μετεωρ.) ζώνη στην ατμόσφαιρα της Γης ή άλλων πλανητών η οποία βρίσκεται πάνω από την τροπόσφαιρα και χαρακτηρίζεται από ασθενή αύξηση της θερμοκρασίας σε συνάρτηση με το ύψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. stratosphere < λατ. stratum «στρώμα» (< sterno «στρώνω») + λατ. sphaera (< σφαίρα)].