στροβελός

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

German (Pape)

[Seite 954] = στροβιλός, στρεβλός, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στροβελός: «σοβαρός, τρυφερός», καὶ «σκολιός, καμπύλος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-όν, Α στρόβος
(κατά τον Ησύχ.)
1. «σοβαρός, τρυφερός»
2. (το ουδ.) στροβελόν
«σκολιόν, καμπύλον».