Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
[Seite 954] = στροβιλός, στρεβλός, Hesych.
στροβελός: «σοβαρός, τρυφερός», καὶ «σκολιός, καμπύλος» Ἡσύχ.
-όν, Α στρόβος
(κατά τον Ησύχ.)
1. «σοβαρός, τρυφερός»
2. (το ουδ.) στροβελόν
«σκολιόν, καμπύλον».