συγκατοικώ
From LSJ
συγκατοικῶ, -έω, ΝΑ συγκάτοικος
νεοελλ.
κατοικώ μαζί με άλλον στο ίδιο σπίτι, είμαι συγκάτοικος
αρχ.
1. κατοικώ μαζί με άλλους στην ίδια χώρα («ἐψηφίσατο συγκατοικεῑν Σινωπεῡσι», Πλούτ.)
2. μτφ. συνυπάρχω («γέρων γέρο ντι συγκατῴκησεν πίνος», Σοφ.).