συγκαταβατικός
From LSJ
German (Pape)
[Seite 964] ή, όν, herablassend, sich bequemend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταβᾰτικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, συγκαταβαίνων, ἐπιεικής, Ἰω. Χρυσόστ. τ. 4, σ. 148. - Ἐπιρρ. -κῶς, μὲ τρόπον συγκαταβατικόν, μετ’ ἐπιεικείας, Ὠριγέν. 1, 992, Καισάριος 908, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγκαταβατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συγκατάβασις
1. επιεικής, ενδοτικός, ήπιος
2. καταδεκτικός
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με συγκατάβαση, αυτός που ενέχει συγκατάβαση («συγκαταβατική λύση»).
επίρρ...
συγκαταβατικώς / συγκαταβατικῶς ΝΜΑ, και συγκαταβατικά Ν
κατά τρόπο συγκαταβατικό, με συγκατάβαση.