συνδετήρας

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. μικρό αντικείμενο ή οτιδήποτε χρησιμεύει στη σύνδεση δύο ή περισσότερων αντικειμένων μεταξύ τους
2. ναυτ. εξάρτημα που μοιάζει με κρίκο και συνδέει μεταξύ τους δύο διαδοχικά τμήματα της αλυσίδας της άγκυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνδέω + επίθημα -τήρας (πρβλ. κινη-τήρας)].