συνεπάπτομαι
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
Ion. for συνεφάπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπάπτομαι: Ἰων. ἀντὶ συνεφάπτομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συνεφάπτομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι.