συλλήπτρια
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ἡ, fem. of sq., Ar.Fr.864 (cf. συλλῄστρια), X.Mem. 2.1.32, Iamb.Comm.Math.7.
German (Pape)
[Seite 976] ἡ, = συλλήπτειρα, Xen. Mem. 2, 1, 32.
Greek (Liddell-Scott)
συλλήπτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ., Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fém. c. συλλήπτωρ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. συλλήπτωρ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. συλλήπτωρ.