συμπαρανέω

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρανέω Medium diacritics: συμπαρανέω Low diacritics: συμπαρανέω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΝΕΩ
Transliteration A: symparanéō Transliteration B: symparaneō Transliteration C: symparaneo Beta Code: sumparane/w

English (LSJ)

   A swim beside together, τοῖς ἰχθύσι ib.33(51).29; so συμπαρα-νήχομαι, Luc.Tox.20.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρανέω: τῷ ἑπομ., τοῖς ἰχθύσι συμπαρανεῖν Ἀριστείδ. τ. 2, σ. 423.

Greek Monolingual

Α
κολυμπώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῑν», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανέω «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].

Greek Monolingual

Α
κολυμπώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῑν», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανέω «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].