τορνίσκος
From LSJ
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
English (LSJ)
ὁ, Dim. (in form) of τόρνος, Ph.Bel.53.4, IG11(2).161 A105 (Delos, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1130] ὁ, dim. von τόρνος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τορνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ τόρνος, τὸν τορνίσκον λαβόντες καὶ διαστάντες Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 53.
Greek Monolingual
ὁ, Α
μικρός τόρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόρνος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].