φέως
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ω, ὁ,
A = στοιβή, Poterium spinosum, Thphr.HP6.1.3.
German (Pape)
[Seite 1267] ω, ὁ, eine stachlige Pflanze, poterium spinosum Linn., auch στοίβη genannt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
φέως: -ω, ὁ, φυτόν τι ἀκανθῶδες, Λατ. pheos, Poterium spinosum, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 3· πρβλ. στοιβή.
French (Bailly abrégé)
ω (ἡ) :
autre nom de la plante épineuse στοιβή (poterium spinosum).