υπαγόρευση

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source

Greek Monolingual

η / ὑπαγόρευσις, -ορεύσεως, ΝΜΑ ὑπαγορεύω
νεοελλ.
1. απαγγελία κειμένου σε κάποιον ή σε κάποιους, συνήθως σε αργό ρυθμό, προκειμένου να γραφεί ή να επαναληφθεί προφορικά («διαβάζει σε ρυθμό υπαγόρευσης»)
2. παρακίνηση, συμβουλή, νουθεσία («η υπαγόρευση του καθήκοντος τον οδήγησε στο μέτωπο του πολέμου»)
3. (κατ' επέκτ.) προσπάθεια υποβολής ή επιβολής της θέλησης ή μιας άποψης σε κάποιον («δεν δεχόμαστε ξένες υπαγορεύσεις»)
αρχ.
1. προτροπή, εντολή («γνώμῃ καὶ ὑπαγορεύσει Αντιπάτρου», Ιώσ.)
2. εισήγηση, οδηγία («κατὰ τὴν ὑπαγόρευσιν τοῡ θεοῡ», Ιώσ.)
3. έκδοση σε αντίγραφα, που έγινε μετά από απαγγελία κάποιου («ἐν τῇ πρώτῃ ὑπαγορεύσει», Σωκρ.)
4. ιδέα, αντίληψη.