σφήνωμα

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

German (Pape)

[Seite 1050] τό, das Gekeilte, Eingekeilte, Sp.

Greek Monolingual

το, Ν σφηνώνω
1. στερέωση πράγματος με σφήνα
2. παρεμβολή σφήνας ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα
3. ερμητικό κλείσιμο, φράξιμο, εμπλοκή.