χαλκόχρους Search Google

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκόχρους Medium diacritics: χαλκόχρους Low diacritics: χαλκόχρους Capitals: ΧΑΛΚΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: chalkóchrous Transliteration B: chalkochrous Transliteration C: chalkochrous Beta Code: xalko/xrous

English (LSJ)

ουν,

   A copper-coloured, Dsc.2.182.

German (Pape)

[Seite 1332] erzfarbig, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκόχρους: ουν, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ χαλκοῦ, Διοσκ. 2. 213.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΜΑ, και ασυναιρ. τ. χαλκόχροος, -ον, Α
χαλκόχρωμος
νεοελλ.
φρ. «χαλκόχρους διαβήτης»
ιατρ. συνδυασμός βαρέος σακχαρώδους διαβήτη, υπερτροφικής κιρρώσεως του ήπατος και υπερχρώσεως του δέρματος, που θυμίζει το χρώμα του χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -χρους / -χροος (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. σιτό-χρους / -χροος, φοινικό-χρους].