χειροπόνητος

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

German (Pape)

[Seite 1346] mit den Händen gearbeitet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειροπόνητος: ὁ, ἡ, διὰ χειρὸς πονηθείς, ἔργον χειρός, μεταγ.

Greek Monolingual

-ον, Α
χειροποίητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -πόνητος (< πονῶ «μοχθώ, κοπιάζω»), πρβλ. θεο-πόνητος].