χορταγωγία

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek (Liddell-Scott)

χορτᾰγωγία: ἡ, (ἀγωγὸς) συγκομιδὴ χόρτου πρὸς τροφὴν τῶν ζῴων, Ἄννα Κομν. σ. 96, 107, 112, 193.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
συγκομιδή χόρτου, ιδίως για ζωοτροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -αγωγία (< -αγωγός < ἀγωγός < ἄγω), πρβλ. λαφυρ-αγωγία].