τυποποίηση

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source

Greek Monolingual

η, Ν τυποποιώ
1. η διεργασία καταρτισμού και εφαρμογής προτύπων
2. η διαμόρφωση σύμφωνα με ορισμένο και αναλλοίωτο τύπο
3. (οικον.) α) ο προσδιορισμός ενιαίων και σταθερών τύπων σε ένα ή περισσότερα προϊόντα σύμφωνα με ορισμένες προδιαγραφές
β) η ανάπτυξη και εφαρμογή προτύπων που επιτρέπουν την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων επιμέρους τμημάτων μιας κατασκευής τα οποία εύκολα μπορούν να συναρμολογηθούν με άλλα, χωρίς προσαρμογές
3. φρ. α) «τυποποίηση αγαθών και υπηρεσιών»
(οικον.-τεχνολ.) η καθιέρωση ποιοτικών και ποσοτικών προτύπων παραγωγής και διακίνησης τών υλικών αγαθών και τών υπηρεσιών
β) «τυποποίηση τροφίμων»
(τροφ. τεχνολ.) όρος που αναφέρεται στην παραγωγή προϊόντων σταθερής ποιότητας βάσει καθορισμένων προδιαγραφών παραγωγής.