τροχιλίδιον
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Hero Spir.1.27 (fort. τροχιλείδιον).
Greek Monolingual
τὸ, Α τροχιλία
υποκορ. του τροχιλεῑον.