γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
ἡ, Μφροντίδα για τις τρίχες.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. τειχο-μαχία].