τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
η, Ν
1. τσότρα, φλασκί
2. είδος κοφινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη < τιτθίτσα < τίτθη «τροφός»].