φραγγέλιο

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

σιτία εἰς ἀμίδα μὴ ἐμβάλλειν → cast not pearls before swine, do not throw pearls before swine

Source

Greek Monolingual

το / φραγγέλιον, ΝΜΑ, και φραγέλιον και φραγέλλιον ΜΑ
μαστίγιο από πλεγμένα σχοινιά ή λουριά (α. «σέ δέρνουν ποια φραγγέλια, καρδιά!», Παλαμ.
β. «καὶ ποιήσας φραγγέλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῡ ἱεροῡ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flagellum «μαστίγιο», με προληπτική ανομοίωση του υγρού -l-].