ταὐτολόγος
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
(parox.), ον,
A repeating what has been said, tautologous, AP9.206 (Eupith.).
German (Pape)
[Seite 1074] dasselbe sagend, bereits Gesagtes wiederholend, Sp.; κανόνες, Eupith. (IX, 206).
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτολόγος: -ον, ὁ ταὐτολογῶν, ὁ ἐπαναλαμβάνων ἢ λέγων τὰ αὐτά, Ἀνθ. Π. 9. 206.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui redit la même chose.
Étymologie: τὸ αὐτό, λέγω³.
Greek Monolingual
ο / ταὐτολόγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ταυτολογεί, που επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -λόγος].