σφαλίζω

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰλίζω Medium diacritics: σφαλίζω Low diacritics: σφαλίζω Capitals: ΣΦΑΛΙΖΩ
Transliteration A: sphalízō Transliteration B: sphalizō Transliteration C: sfalizo Beta Code: sfali/zw

English (LSJ)

   A fetter (cf. σφαλλός 2), Hsch. s.v. ἐσφάλιξεν, Phot. s.v. ἐσφάλιζεν. σφάλλον· κολάκευσον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰλίζω: δένω, δεσμεύω, «ἐσφάλιξεν· ἔσφηλεν. ἔδησε· σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμὸς» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Φώτ. ἐν λ. ἐσφάλιζεν. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, κλείω, ἀνοίγει καὶ σφαλίζει τὸ στόμα αὐτοῦ συχνὰ διὰ τὴν στενοχωρίαν ἣν ἔχει Ὀρνεοσόφ. σ. 250· σφαλισθῆναι τὰ δημόσια λουτρὰ Θεοφάν. σ. 107.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σφαλός
νεοελλ.
κλείνω μέσα, περιορίζω
νεοελλ.-μσν.
1. κλείνω («το λαγουτάρι αναζητά, του τραγουδιού θυμάται και τα βιβλία σφάλιξε», Ερωτόκρ.)
2. φράζω τη δίοδο, εμποδίζω («ἐγὼ ἐκεῑνον τὸν Μουσοὺρ ἀπέκτεινα δικαίως τὸν λῃστήν, ποὺ σφάλιζεν τοὺς δρόμους», Διγεν. Ακρ.)
αρχ.
δένω, δεσμεύω («ἐσφάλιξεν... ἔδησε σφαλὸς γὰρ ὁ δεσμός», Ησύχ.).