φιλοπενθής

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοπενθής Medium diacritics: φιλοπενθής Low diacritics: φιλοπενθής Capitals: ΦΙΛΟΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: philopenthḗs Transliteration B: philopenthēs Transliteration C: filopenthis Beta Code: filopenqh/s

English (LSJ)

ές,

   A indulging in mourning, γυναῖκες Plu.2.113a (Comp.), etc.; πόθος φ. Gorg.Hel.9; τὸ φ. Plu.2.822c.

German (Pape)

[Seite 1283] ές, das Trauern liebend, gern, gewöhnlich trauernd, klagend; φιλοπενθέστεραι γυναῖκες Plut. consol. ad Apollon. p. 345.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπενθής: -ές, ὁ ἀγαπῶν νὰ πενθῇ, Πλούτ. 2. 113Α, κλπ.· πόθος φ. Γοργ. Ἐγκώμ. Ἑλένης, 681 Βεκκῆρ.· τὸ φιλ. Πλούτ. 3. 822Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se complaît dans sa douleur, qui s’attriste volontiers ; τὸ φιλοπενθές penchant à la tristesse.
Étymologie: φίλος, πένθος.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που του αρέσει να πενθεί («γυναῑκες γὰρ ἀνδρῶν φιλοπενθέστεραί εἰσιν», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπενθές
υπερβολική θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ-πενθής].