τυμπάνιο

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

Greek Monolingual

το / τυμπάνιον, ΝΑ τύμπανον
νεοελλ.
μουσ. άλλη ονομασία του τυμπάνου ορχήστρας
(για κάλυμμα κεφαλής ή για κεφαλόδεσμο) υποκορ. του τύμπανον.