τυμπάνιο

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

το / τυμπάνιον, ΝΑ τύμπανον
νεοελλ.
μουσ. άλλη ονομασία του τυμπάνου ορχήστρας
(για κάλυμμα κεφαλής ή για κεφαλόδεσμο) υποκορ. του τύμπανον.