εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
-ον, Α1. ανάμικτος με άμμο2. (για λίμνη ή θάλασσα) αυτός που έχει αμμώδη ακτή ή πυθμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψάμμος «άμμος»].