ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
-ον, Α1. ανάμικτος με άμμο2. (για λίμνη ή θάλασσα) αυτός που έχει αμμώδη ακτή ή πυθμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψάμμος «άμμος»].