Τανταλίδης

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fils de Tantale.
Étymologie: Τάνταλος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
γιος ή απόγονος του μυθικού βασιλιά της Φρυγίας, του Ταντάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος + επίθημα -ίδης (πρβλ. Πριαμ-ίδης)].