Τανταλίδης
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
ου, ὁ, Tantalides, descendant of Tantalus, A. Ag. 1469 (pl., lyr.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fils de Tantale.
Étymologie: Τάνταλος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
γιος ή απόγονος του μυθικού βασιλιά της Φρυγίας, του Ταντάλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Τάνταλος + επίθημα -ίδης (πρβλ. Πριαμίδης)].
Russian (Dvoretsky)
Ταντᾰλίδης: ου (ῐ) ὁ (дор. gen. pl. Τανταλιδᾶν) Танталид, сын Тантала Aesch., Eur., Anth.
Middle Liddell
Τανταλίδης, ου, ὁ,
son of Tantalus, Aesch.