τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
φαντασιοκοπῶ, -έω, ΝΜΑ φαντασιοκόποςπλάθω με τη φαντασία μου ανύπαρκτα ή αδύνατα και απραγματοποίητα πράγματα, είμαι φαντασιοκόποςαρχ.1. εξαπατώ κάποιον με φαντασιοκοπίες2. κάνω ταχυδακτυλουργίες.