φαντασιοκοπώ

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

φαντασιοκοπῶ, -έω, ΝΜΑ φαντασιοκόπος
πλάθω με τη φαντασία μου ανύπαρκτα ή αδύνατα και απραγματοποίητα πράγματα, είμαι φαντασιοκόπος
αρχ.
1. εξαπατώ κάποιον με φαντασιοκοπίες
2. κάνω ταχυδακτυλουργίες.