φαντασιοκοπώ

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

φαντασιοκοπῶ, -έω, ΝΜΑ φαντασιοκόπος
πλάθω με τη φαντασία μου ανύπαρκτα ή αδύνατα και απραγματοποίητα πράγματα, είμαι φαντασιοκόπος
αρχ.
1. εξαπατώ κάποιον με φαντασιοκοπίες
2. κάνω ταχυδακτυλουργίες.