φαντασιοκοπώ
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
φαντασιοκοπῶ, -έω, ΝΜΑ φαντασιοκόπος
πλάθω με τη φαντασία μου ανύπαρκτα ή αδύνατα και απραγματοποίητα πράγματα, είμαι φαντασιοκόπος
αρχ.
1. εξαπατώ κάποιον με φαντασιοκοπίες
2. κάνω ταχυδακτυλουργίες.