φοινικόχρους
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
-ουν, και -οος, -οον, Μ
αυτός που έχει πορφυρό χρώμα, πορφυρόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -χρους / -χροος (< χρώς «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. χρυσό-χρους / -χροος].