φερεσσακής
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
ές, gen. έος,
A shield-bearing, of men, Hes.Sc.13, Nonn.D.26.291, al.; also ποταμός, νῆες, ib.23.11, 36.447; τελαμῶνες Tryph. 11.
German (Pape)
[Seite 1261] ές, schildtragend, Hes. Sc. 13.
Greek (Liddell-Scott)
φερεσσᾰκής: -ές, γεν. έος, ὡς τὸ φέρασπις, ὁ φέρων σάκος, ἀσπίδα, ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 13, Νόνν. Διονυσ. 14, 28., 15, 66, κλπ.· ἁρμονίη ῥηχθεῖσα φερεσσακέων τελαμώνων Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ.) 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui porte un bouclier.
Étymologie: φέρω, σάκος¹.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ.)
1. (για πρόσ.) αυτός που φέρει ασπίδα, φέρασπις
2. (για πράγμ.) αυτός από τον οποίο κρέμεται η ασπίδα ή αυτός στον οποίο προσαρμόζεται η ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -σσακής (< σάκος «ασπίδα»)].