φόρτιση
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
Greek Monolingual
η, Ν φορτίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φορτίζω («φόρτιση μπαταρίας» — η συσσώρευση ηλεκτρικού φορτίου σε μπαταρία)
2. τεχνολ. η επιβολή μηχανικού φορτίου σε έναν φορέα ή σε μια κατασκευή
3. μτφ. ιδιαίτερο βάρος, ένταση («τα λόγια του επέφεραν φόρτιση της ατμόσφαιρας»)
4. φρ. «συναισθηματική φόρτιση»
μτφ. κυριαρχία έντονων συναισθημάτων.