εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
-ον, Α
1. αυτός που περιέχει σίδηρο, αναμεμιγμένος με σίδηρο («ἐάν τε σφέτερος ἔκγονος ὑπόχαλκος ἢ ὑποσίδηρος γένηται», Πλάτ.)
2. πιθ. καλυμμένος με σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σίδηρος (πρβλ. περι-σίδηρος)].