συνυποπτεύω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
A suspect, Plb.14.4.8.
Greek (Liddell-Scott)
συνυποπτεύω: ὑποπτεύω ὁμοῦ, Πολύβ. 14. 4, 8. ― Ἴδε Κόντου. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 19.
Greek Monolingual
Α
υποψιάζομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑποπτεύω «υποψιάζομαι»].