συνυποπτεύω

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνυποπτεύω Medium diacritics: συνυποπτεύω Low diacritics: συνυποπτεύω Capitals: ΣΥΝΥΠΟΠΤΕΥΩ
Transliteration A: synypopteúō Transliteration B: synypopteuō Transliteration C: synypopteyo Beta Code: sunupopteu/w

English (LSJ)

   A suspect, Plb.14.4.8.

Greek (Liddell-Scott)

συνυποπτεύω: ὑποπτεύω ὁμοῦ, Πολύβ. 14. 4, 8. ― Ἴδε Κόντου. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 19.

Greek Monolingual

Α
υποψιάζομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑποπτεύω «υποψιάζομαι»].