τιμόθεος

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

German (Pape)

[Seite 1116] Gott ehrend, wohl nur nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμόθεος: -ον, ὁ τὸν Θεὸν τιμῶν· ἀλλ’ εὕρηται μόνον ὡς κύριον ὄνομα, Ἀριστοφ. Πλ. 180, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που τιμά τον θεό
2. (κυρίως το αρσ. ως κύριο όν.) Τιμόθεος
διθυραμβοποιός και μουσικός καταγόμενος από τη Μίλητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + θεός.