ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Ν
1. δίνω σε κάποιον κάτι, συνήθως εξαπατώντας τον
2. ειρων. μεταδίδω («για νέο μάς το φουρνίρεις;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fornire «προσφέρω, προμηθεύω, εφοδιάζω»].