ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
ὑπαναχωρῶ, -έω, ΝΑ αναχωρώ
αποχωρώ βαθμηδόν ή κρυφά («ἐκ τῆς ἀγορᾱς ὑπανεχώρησεν», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
1. αποκηρύσσω τις διακηρυγμένες ιδέες μου
2. διαλύω μονομερώς συμφωνία ή σύμβαση.