ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
ὑπαναχωρῶ, -έω, ΝΑ αναχωρώ
αποχωρώ βαθμηδόν ή κρυφά («ἐκ τῆς ἀγορᾱς ὑπανεχώρησεν», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
1. αποκηρύσσω τις διακηρυγμένες ιδέες μου
2. διαλύω μονομερώς συμφωνία ή σύμβαση.