φοινάς

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινάς Medium diacritics: φοινάς Low diacritics: φοινάς Capitals: ΦΟΙΝΑΣ
Transliteration A: phoinás Transliteration B: phoinas Transliteration C: foinas Beta Code: foina/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A = ἐρυσίβη, Theognost.Can.25.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει κυρίως το σιτάρι και το κριθάρι, η ερυσίβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοινός «κόκκινος» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. γυμν-άς, νωθρ-άς)].