Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
η, Ν
1. (άκλ. μονοκατάληκτο επίθ.) εντελώς γεμάτος, πλήρης («η πλατεία ήταν φίσκα»)
2. επίρρ. εντελώς, πλήρως («μού γέμισε φίσκα το ποτήρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < φύσκα / φύσκη «φουσκάλα, στομάχι ή παχύ έντερο, λουκάνικο»].