τραγωδοδιδάσκαλος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Greek Monolingual
ὁ, Α
τραγικός ποιητής που διδάσκει ο ίδιος τον χορό και τους υποκριτές, ενώ παλαιότερα συμμετείχε και στις παραστάσεις τών τραγωδιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + διδάσκαλος.