υποπόδιο
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
το / ὑποπόδιον, ΝΜΑ
καθετί που τοποθετείται κάτω από τα πόδια καθήμενου ατόμου για να πᾳτάει επάνω του
νεοελλ.
φρ. «τον έχει υποπόδιο» μτφ. τον έχει υποχείριό του ή τον περιφρονεί εντελώς
αρχ.
φρ. «ὑποπόδιον διπλοῡν» — σκεύος χρησιμοποιούμενο από τους μουσικούς για την τήρηση του ρυθμού με τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πόδιον, υποκορ. του πούς, ποδός].