χάρβαλο
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek Monolingual
το, Ν
1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα
2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση τών συμφώνων. Κατ' άλλη όμως άποψη, έχει προέλθει από συμφυρμό τών λ. χάλαρο «ερείπιο, χάλασμα» και άρβηλος «είδος μικρού μαχαιριού, φαλτσέτα»].