τρόχισμα
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
Greek Monolingual
και τρούχισμα, το, Ν τροχίζω / τρουχίζω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τροχίζω, ακόνισμα
2. καθαρισμός και λείανση δοντιού με τον τροχό
3. μτφ. εξάσκηση για την απόκτηση επιδεξιότητας.