ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Ν
1. σύρω υπογραμμή κάτω από λέξη ή φράση
2. τονίζω ιδιαίτερα κάτι, αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε κάτι («υπογράμμισε τα σημεία λογοκλοπής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + γράμμα + -ίζω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σ. Α. Κουμανούδη].