ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
ο, θηλ. ταξιδεύτρ(ι)α, Ν ταξιδεύω1. αυτός που ταξιδεύει συχνά, ταξιδιάρης2. ταξιδιώτης.