συνόδευση
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
Greek Monolingual
η / συνόδευσις, -εύσεως, ΝΜ συνοδεύω
το να συνοδεύει κανείς κάποιον άλλο, συνοδοιπορία.
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
η / συνόδευσις, -εύσεως, ΝΜ συνοδεύω
το να συνοδεύει κανείς κάποιον άλλο, συνοδοιπορία.